κριθικός
From LSJ
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
English (LSJ)
κριθική, κριθικόν, consisting in barley, φόρος BGU922.7 (iii A. D.).
Greek Monolingual
κριθικός, -ή, -όν (Α) κριθή
αυτός που αποτελείται από κριθάρι, κρίθινος, κριθαρένιος.