κροκώ
From LSJ
Greek Monolingual
κροκῶ, -όω (AM)
μσν.
υφαίνω
αρχ.
1. στεφανώνω με κίτρινο κισσό
2. περιτυλίγω μέρη του σώματος με κρόκη σε μυστηριακές τελετές
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ κροτοῦν
καθαρτική τελετή κατά την οποία οι μύστες είχαν κρόκη δεμένη στο δεξιό χέρι και στο αριστερό πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) «κλωστή, νήμα». Η λ. με τη σημ. «στεφανώνω με κίτρινο κισσό» < κρόκος.