κροκὺς
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek (Liddell-Scott)
κροκὺς: ῠ, -ύδος, ἡ, (κρόκη Ι. 3), ὁ χνοῦς ἐριούχου ὑφάσματος, Ἡρόδ. 3. 8, Λουκ. Δραπετ. 28, κτλ.· τεμάχιον ἐρίου, κροκύδας ἀφαιρεῖν, χαρακτηριστικὸν τοῦ κόλακος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 360, Θεοφρ. Χαρ. 2, κτλ. ― Ἐν Ἀντιγράφ. ἐνίοτε ἡμαρτημένως κροκίς, Ἱππ. Προγν. 38, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 596.