κρυφάδις
From LSJ
English (LSJ)
v. sub κρυφάδην.
German (Pape)
[Seite 1516] heimlich, wie κρύφα, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρῠφάδις: Ἐπίρρ., = κρύφα, Ἰωάνν. Ἀλεξ. τονικ. παραγγέλμ. 38. 37, Α. Β. 1317· τύπος τις κρυφάδεια, ἐν Θεογνώστ. Καν. 164.
Greek Monolingual
κρυφάδις (Α)
επίρρ. βλ. κρυφάδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφα + επιρρμ. κατάλ. άδις (πρβλ. φυγάδις, χαμάδις)].