κρυφογελώ

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

και -άω
1. γελώ κρυφά προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός, υπομειδιώ
2. γελώ σε βάρος κάποιου, κοροϊδεύω.