κτηνοτροφικός

From LSJ

μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναι → only the beautiful is the good, only the morally beautiful is good

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτηνοτροφία ή στον κτηνοτρόφο (α. «κτηνοτροφικά προϊόντα» — τα προϊόντα της κτηνοτροφίας, όπως κρέας, μαλλί, γαλακτοκομικά κ.ά.
β. «κτηνοτροφικά φυτά» — τα φυτά που χρησιμοποιούνται άμεσα ή σε διατηρημένη μορφή για τη διατροφή τών αγροτικών ζώων).
επίρρ...
κτηνοτροφικώς και -ά
από κτηνοτροφική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτηνοτροφία ή κτηνοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Σ. Α. Κουμανούδη].