κτυπητής

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτῠπητής Medium diacritics: κτυπητής Low diacritics: κτυπητής Capitals: ΚΤΥΠΗΤΗΣ
Transliteration A: ktypētḗs Transliteration B: ktypētēs Transliteration C: ktypitis Beta Code: ktuphth/s

English (LSJ)

κτυπητοῦ, ὁ, one who makes a noise, Suid.s.v. πίτυλος.

German (Pape)

[Seite 1520] ὁ, der Lärmende, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κτυπητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐγείρων ἢ προξενῶν θόρυβον, Σουΐδ. ἐν λέξ. πίτυλος.

Greek Monolingual

κτυπητής, ὁ (Α κτυπώ
αυτός που προκαλεί κρότο, που κάνει θόρυβο, θορυβοποιός.