κτυπητής
From LSJ
English (LSJ)
κτυπητοῦ, ὁ, one who makes a noise, Suid.s.v. πίτυλος.
German (Pape)
[Seite 1520] ὁ, der Lärmende, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κτυπητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐγείρων ἢ προξενῶν θόρυβον, Σουΐδ. ἐν λέξ. πίτυλος.
Greek Monolingual
κτυπητής, ὁ (Α κτυπώ
αυτός που προκαλεί κρότο, που κάνει θόρυβο, θορυβοποιός.