κυκλοφερής

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

κυκλοφερής, -ές (AM) αυτός που διαγράφει κυκλική τροχιά.
επίρρ...
κυκλοφερῶς (Μ)
κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + -φερής (< φέρω), πρβλ. οινοφερής, πυριφερής].