πυριφερής

From LSJ

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠριφερής Medium diacritics: πυριφερής Low diacritics: πυριφερής Capitals: ΠΥΡΙΦΕΡΗΣ
Transliteration A: pyripherḗs Transliteration B: pyripherēs Transliteration C: pyriferis Beta Code: puriferh/s

English (LSJ)

πυριφερές, fire-borne, ib.3244 (dub.).

Greek Monolingual

-ές, Α
πιθ. αυτός που φέρεται από τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -φερής (< φέρω), πρβλ. κισσηφερής, οινοφερής].