πυριφερής
From LSJ
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
English (LSJ)
πυριφερές, fire-borne, ib.3244 (dub.).
Greek Monolingual
-ές, Α
πιθ. αυτός που φέρεται από τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -φερής (< φέρω), πρβλ. κισσηφερής, οινοφερής].