κυλικηγορέω
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
talk over one's cups, Ath.11.461e, 480b, Poll.6.29.
German (Pape)
beim Becher reden, Ath. XI.480b; oder auch = über die Becher sprechen, ib. 461e aus Pratinas ?
Greek (Liddell-Scott)
κῠλῐκηγορέω: ἐπὶ τῇ κύλικι ἀγορεύω, Ἀθήν. 461Ε, 480Β, Πολυδ. Ϛ΄, 29.
Greek Monolingual
κυλικηγορῶ, κυλικηγορέω (Α) κυλικηγόρος
συζητώ και πίνω συγχρόνως, μιλώ πίνοντας.