κυματογόνος
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
Democritus, fr. 115 D-KGreek Monolingual
-ο
αυτός που δημιουργεί, που παράγει κύματα ή κυμάνσεις («κυματογόνος περιοχή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καπνογόνος, τερατογόνος.