κυματογόνος
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
Greek Monolingual
-ο
αυτός που δημιουργεί, που παράγει κύματα ή κυμάνσεις («κυματογόνος περιοχή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καπνογόνος, τερατογόνος.