κυμόκτυπος
From LSJ
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
English (LSJ)
κυμόκτυπον, wave-sounding, Αἰγαῖος E.Hyps.Fr.3(1) ii 28 (lyr.); μυχοί Simm.13.
German (Pape)
[Seite 1531] von Wellen rauschend, Simmias bei Hephaest. p. 74.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμόκτῠπος: -ον, ὁ ἐκ τοῦ κτύπου τῶν κυμάτων ἠχῶν, κυμοκτύπων... ἁλίων μυχῶν Σιμίας παρ’ Ἡφαίστ. σ. 74, Λοβ. Φρύν. 668.
Greek Monolingual
κυμόκτυπος, -ον (Α)
αυτός που αντηχεί από τους χτύπους τών κυμάτων («κυμόκτυπος Αιγαίος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + κτῦπος με αναβιβασμό του τόνου εν συνθέσει].