κυνάγχης
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
κυνάγχου, ὁ, dog-throttler, title of Hermes, Hippon.1.
Greek (Liddell-Scott)
κυνάγχης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς κύνας ἄγχων, ἐπώνυμον τοῦ Ἑρμοῦ, Ἱππῶν. 18.