ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
κυριβάζω (Α) βλ. κυρηβάζω.
und abgeleitete, = κυρηβάζω, v.l. in Vetera Lexica.