κυριευτικός
From LSJ
English (LSJ)
κυριευτική, κυριευτικόν, concerning rights of property, χρηματισμοί Sammelb.5232.22 (i A.D.); δίκαιον Stud.Pal.20.117.4 (v A.D.). Adv. κυριευτικῶς = with full proprietary rights, PAmh.2.99 (b).5(ii A.D.), PStrassb.29.8, al. (iii A.D.).
Greek Monolingual
κυριευτικός, -ή, -όν (Α) κυριεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυριότητα, στα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Επιρρ. κυριευτικῶς (Α)
με πλήρη δικαιώματα ιδιοκτησίας.