κυριολεκτικός
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που λέγεται, που γράφεται ή εννοείται κατά κυριολεξία, αυτός που έχει την ακριβή σημασία της λέξης ή της φράσης και όχι τη μεταφορική.
επίρρ...
κυριολεκτικώς και -ά (Μ κυριολεκτικώς)
1. με κυριολεξία, με την κύρια σημασία της λέξης ή φράσης, κατά γράμμα
2. πραγματικά, αληθινά, αυτόχρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυριόλεκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].