κυριολεκτικός

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που λέγεται, που γράφεται ή εννοείται κατά κυριολεξία, αυτός που έχει την ακριβή σημασία της λέξης ή της φράσης και όχι τη μεταφορική.
επίρρ...
κυριολεκτικώς και -ά (Μ κυριολεκτικώς)
1. με κυριολεξία, με την κύρια σημασία της λέξης ή φράσης, κατά γράμμα
2. πραγματικά, αληθινά, αυτόχρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυριόλεκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].