κυστόφιλος

From LSJ

διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυστόφῐλος Medium diacritics: κυστόφιλος Low diacritics: κυστόφιλος Capitals: ΚΥΣΤΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: kystóphilos Transliteration B: kystophilos Transliteration C: kystofilos Beta Code: kusto/filos

English (LSJ)

ὁ, end of catheter, which carried the folliculus, Cael. Aur.TP2.23.

Greek Monolingual

κυστόφιλος, ὁ (Α)
το άκρο του καθετήρα το οποίο εισέρχεται στην ουροδόχο κύστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύστη (Ι) + φίλος (πρβλ. ζωό-φιλος θεό-φιλος)].