κωπηλατῶ

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Mantoulidis Etymological

(=τραβῶ κουπί). Ἀπό τό κωπηλάτης, σύνθετο ἀπό τό κώπη + ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ κωπηλατῶ: κωπηλασία, κωπηλατικός.