κωπηλατῶ

From LSJ

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιονMiltiades' trophy does not let me sleep

Source

Mantoulidis Etymological

(=τραβῶ κουπί). Ἀπό τό κωπηλάτης, σύνθετο ἀπό τό κώπη + ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ κωπηλατῶ: κωπηλασία, κωπηλατικός.