κόλπιος

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

-α, -ο κόλπος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θαλάσσιο κόλπο
2. αυτό που προέρχεται από τέτοιον κόλπο («κόλπιο ρεύμα»).