τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
Full diacritics: κόπασμα | Medium diacritics: κόπασμα | Low diacritics: κόπασμα | Capitals: ΚΟΠΑΣΜΑ |
Transliteration A: kópasma | Transliteration B: kopasma | Transliteration C: kopasma | Beta Code: ko/pasma |
-ατος, τό, abatement, of a flood, Tz.H.6.833 (pl.).
[Seite 1482] τό, das Nachlassen, erst Sp.
το (Μ κόπασμα) κοπάζω
χαλάρωση της έντασης, ύφεση, παύση.