ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
το (Μ κόρνον)
νεοελλ.
1. πνευστό μουσικό όργανο διαφόρων σχημάτων, το κέρας
2. η κόρνα, το κλάξον τών αυτοκινήτων
μσν.
κέρατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corno].