πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Full diacritics: κότιλον | Medium diacritics: κότιλον | Low diacritics: κότιλον | Capitals: ΚΟΤΙΛΟΝ |
Transliteration A: kótilon | Transliteration B: kotilon | Transliteration C: kotilon | Beta Code: ko/tilon |
ἀνδρὸς αἰδοῖον, Hsch. s.v. κόθημα.
κότιλον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) το πέος, το αιδοίο του άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κοτίλιον].