κύλλα
From LSJ
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
English (LSJ)
σκύλαξ (Elean), Hsch. κύλλαβοι· ὑπώπια, Id.; cf. κύλα.
Greek Monolingual
κύλλα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκύλαξ
Ἠλεῖοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλλα, με σίγηση του αρκτικού -σ- (πρβλ. σμικρός - μικρός)].
Frisk Etymological English
Meaning: σκύλαξ. Ήλεῖοι H.,
See also: s. σκύλαξ.
Frisk Etymology German
κύλλα: {kúlla}
Meaning: σκύλαξ. Ἠλεῖοι H.,
See also: s. σκύλαξ.
Page 2,47