Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαδιά

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

η λάδι
1. κηλίδα από λάδι ή από άλλη λιπαρή ουσία, λεκές
2. η σοδειά λαδιού («φέτος είχαμε καλή λαδιά»)
3. μτφ. μικροαπάτη, κατεργαριά.