λαθρόγαμος

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που συνάπτει κρυφό ή παράνομο γάμο
2. μοιχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + γάμος (πρβλ. κλεψίγαμος, οψίγαμος)].