λαιλαπώδης

English (LSJ)

λαιλαπῶδες, stormy, οὐρανός Hp.Epid.1.4; λ. ὕδωρ rain which falls in a hurricane, ib.6.4.17.

Greek (Liddell-Scott)

λαιλαπώδης: -ες, τρικυμιώδης, θυελλώδης, οὐρανὸς Ἱππ. Ἐπιδήμ. 1. 942· λ. ὕδωρ ὕδωρ τῆς βροχῆς, αὐτ.

Greek Monolingual

-ες (Α λαιλαπώδης, -ῶδες) λαίλαψ
σφοδρός σαν λαίλαπα, θυελλώδης.

German (Pape)

ες, stürmisch, durch Stürme aufgeregt, Sp.