λακκούβα

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

η
1. λάκκος, γούβα, φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα του εδάφους
2. το παιχνίδι λακκουβάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από συμφυρμό τών λ. λάκκος + γούβα].