λακκούβα

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

η
1. λάκκος, γούβα, φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα του εδάφους
2. το παιχνίδι λακκουβάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από συμφυρμό τών λ. λάκκος + γούβα].