λαχανόχρους

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source

Greek Monolingual

-ουν
λαχανής, λαχανόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + -χρους < χρώς «χρώμα» (πρβλ. θαλασσόχρους, πορφυρόχρους). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].