λεγιονάριος

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεγιονάριος Medium diacritics: λεγιονάριος Low diacritics: λεγιονάριος Capitals: ΛΕΓΙΟΝΑΡΙΟΣ
Transliteration A: legionários Transliteration B: legionarios Transliteration C: legionarios Beta Code: legiona/rios

English (LSJ)

legionary, Lat. legionarius; v. sub λεγεών.

Greek Monolingual

λεγεωνάριος, ο (Α επιγρ. λεγιονάριος και ληγιωνάριος)
ο μάχιμος οπλίτης της λεγεώνας
νεοελλ.
στον πληθ. οι λεγεωνάριοι
α) Αμερικανοί απόμαχοι του Α' Παγκόσμιου πολέμου που οργανώθηκαν σε τοπικούς συλλόγους για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους
β) τα μέλη της γαλλικής Λεγεώνας τών Ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. legionarius < λατ. legio «λεγεώνα»].