λειχηνώδης
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
λειχηνῶδες, like the λειχήν, Hp.Epid.4.20, Gal.6.750, al.
German (Pape)
[Seite 27] ες, flechtenartig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
λειχηνώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς λειχῆνα, Ἱππ. 1127C.
Greek Monolingual
-ες (Α λειχηνώδης, -ῶδες) λειχήν
νεοελλ.
αυτός που το δέρμα του είναι γεμάτο λειχήνες
αρχ.
αυτός που έχει μορφή φυτικής λειχήνας.