μονόπελμος

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόπελμος Medium diacritics: μονόπελμος Low diacritics: μονόπελμος Capitals: ΜΟΝΟΠΕΛΜΟΣ
Transliteration A: monópelmos Transliteration B: monopelmos Transliteration C: monopelmos Beta Code: mono/pelmos

English (LSJ)

μονόπελμον, with a single sole, AP6.294 (Phan.), Edict.Diocl.9.16. πεπλος, ον, with but one robe, i.e. wearing the tunic only (v. ἄπεπλος), like a Dorian maiden, E.Hec.933 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 204] einsöhlig, B. A. 425; συγχίς, Phani. 2 (VI, 294).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'a qu'une semelle.
Étymologie: μόνος, πέλμα.

Russian (Dvoretsky)

μονόπελμος: с одной (ординарной) подошвой (συγχίς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μονόπελμος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον πέλμα, Ἀνθ. Π. 6. 294.

Greek Monolingual

μονόπελμος, -ον (Α)
(για υποδήματα) αυτός που έχει ένα μόνο πέλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πελμος (< πέλμα), πρβλ. βαθύπελμος].

Greek Monotonic

μονόπελμος: -ον (πέλμα), αυτός που έχει ένα μόνο πέλμα (σόλα), σε Ανθ.

Middle Liddell

μονό-πελμος, ον πέλμα
with but one sole, Anth.