μονόπελμος
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
English (LSJ)
μονόπελμον, with a single sole, AP6.294 (Phan.), Edict.Diocl.9.16. πεπλος, ον, with but one robe, i.e. wearing the tunic only (v. ἄπεπλος), like a Dorian maiden, E.Hec.933 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 204] einsöhlig, B. A. 425; συγχίς, Phani. 2 (VI, 294).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'a qu'une semelle.
Étymologie: μόνος, πέλμα.
Russian (Dvoretsky)
μονόπελμος: с одной (ординарной) подошвой (συγχίς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μονόπελμος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον πέλμα, Ἀνθ. Π. 6. 294.
Greek Monolingual
μονόπελμος, -ον (Α)
(για υποδήματα) αυτός που έχει ένα μόνο πέλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πελμος (< πέλμα), πρβλ. βαθύπελμος].
Greek Monotonic
μονόπελμος: -ον (πέλμα), αυτός που έχει ένα μόνο πέλμα (σόλα), σε Ανθ.