λελαβέσθαι

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λελᾰβέσθαι Medium diacritics: λελαβέσθαι Low diacritics: λελαβέσθαι Capitals: ΛΕΛΑΒΕΣΘΑΙ
Transliteration A: lelabésthai Transliteration B: lelabesthai Transliteration C: lelavesthai Beta Code: lelabe/sqai

English (LSJ)

v. λαμβάνω. λελάθῃ, λελάθοντο, λελαθέσθαι, v. λανθάνω. λέλᾱκα, λελάκοντο, λελᾰκυῖα, v. λάσκω. λέλαμμαι, v. λαμβάνω, λέπω. λέλασμαι, v. λανθάνω. λελάχητε, λελάχωσι, v. λαγχάνω. λελέγια· κόχλακες, ἢ κοχλώδεις τόποι, Hsch. λελεπρίς· ἰχθῦς ποιός, ἡ καλουμένη φυκίς, Id.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 Moy. poét. de λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

λελαβέσθαι: эп. inf. aor. 2 med. к λαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

λελᾰβέσθαι: ἴδε ἐν λέξ. λαμβάνω.

English (Autenrieth)

see λαμβάνω.

Greek Monotonic

λελᾰβέσθαι: Επικ. Μέσ. απαρ. αναδιπλ. αορ. βʹ του λαμβάνω.