λελαβέσθαι
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
v. λαμβάνω. λελάθῃ, λελάθοντο, λελαθέσθαι, v. λανθάνω. λέλᾱκα, λελάκοντο, λελᾰκυῖα, v. λάσκω. λέλαμμαι, v. λαμβάνω, λέπω. λέλασμαι, v. λανθάνω. λελάχητε, λελάχωσι, v. λαγχάνω. λελέγια· κόχλακες, ἢ κοχλώδεις τόποι, Hsch. λελεπρίς· ἰχθῦς ποιός, ἡ καλουμένη φυκίς, Id.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 Moy. poét. de λαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
λελαβέσθαι: эп. inf. aor. 2 med. к λαμβάνω.
Greek (Liddell-Scott)
λελᾰβέσθαι: ἴδε ἐν λέξ. λαμβάνω.
English (Autenrieth)
see λαμβάνω.
Greek Monotonic
λελᾰβέσθαι: Επικ. Μέσ. απαρ. αναδιπλ. αορ. βʹ του λαμβάνω.