λελαβέσθαι
From LSJ
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
English (LSJ)
v. λαμβάνω. λελάθῃ, λελάθοντο, λελαθέσθαι, v. λανθάνω. λέλᾱκα, λελάκοντο, λελᾰκυῖα, v. λάσκω. λέλαμμαι, v. λαμβάνω, λέπω. λέλασμαι, v. λανθάνω. λελάχητε, λελάχωσι, v. λαγχάνω. λελέγια· κόχλακες, ἢ κοχλώδεις τόποι, Hsch. λελεπρίς· ἰχθῦς ποιός, ἡ καλουμένη φυκίς, Id.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 Moy. poét. de λαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
λελαβέσθαι: эп. inf. aor. 2 med. к λαμβάνω.
Greek (Liddell-Scott)
λελᾰβέσθαι: ἴδε ἐν λέξ. λαμβάνω.
English (Autenrieth)
see λαμβάνω.
Greek Monotonic
λελᾰβέσθαι: Επικ. Μέσ. απαρ. αναδιπλ. αορ. βʹ του λαμβάνω.