λελαβέσθαι
From LSJ
English (LSJ)
v. λαμβάνω. λελάθῃ, λελάθοντο, λελαθέσθαι, v. λανθάνω. λέλᾱκα, λελάκοντο, λελᾰκυῖα, v. λάσκω. λέλαμμαι, v. λαμβάνω, λέπω. λέλασμαι, v. λανθάνω. λελάχητε, λελάχωσι, v. λαγχάνω. λελέγια· κόχλακες, ἢ κοχλώδεις τόποι, Hsch. λελεπρίς· ἰχθῦς ποιός, ἡ καλουμένη φυκίς, Id.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 Moy. poét. de λαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
λελαβέσθαι: эп. inf. aor. 2 med. к λαμβάνω.
Greek (Liddell-Scott)
λελᾰβέσθαι: ἴδε ἐν λέξ. λαμβάνω.
English (Autenrieth)
see λαμβάνω.
Greek Monotonic
λελᾰβέσθαι: Επικ. Μέσ. απαρ. αναδιπλ. αορ. βʹ του λαμβάνω.