λεπτογνώμων
English (LSJ)
λεπτογνώμον, gen. ονος, subtle in mind, Luc.JTr.27.
German (Pape)
[Seite 30] ον, von seinem Verstande, Luc. Iov. trag. 27.
French (Bailly abrégé)
ων, ον, gén. ονος;
à l'esprit fin.
Étymologie: λεπτός, γνώμη.
Russian (Dvoretsky)
λεπτογνώμων: 2, gen. ονος с тонким умом, проницательный Luc.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτογνώμων: -ον, ὀξύνους, λεπτός, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 27.
Greek Monolingual
λεπτογνώμων, -όγνωμον (Α)
οξύνους, ευφυής, οξυδερκής («ξυνεῖναι μὲν γὰρ εἰς ὑπερβολὴν ὀξύς ἐστι καὶ λεπτογνώμων», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρογνώμων, σκληρογνώμων.