λεπτόλιθος
From LSJ
English (LSJ)
λεπτόλιθον, covered with pebbles, Lyr.Alex.Adesp.20.10.
Greek Monolingual
λεπτόλιθος, -ον (Α)
στρωμένος με λεπτούς λίθους, με ψιλά χαλίκια.
Full diacritics: λεπτόλῐθος | Medium diacritics: λεπτόλιθος | Low diacritics: λεπτόλιθος | Capitals: ΛΕΠΤΟΛΙΘΟΣ |
Transliteration A: leptólithos | Transliteration B: leptolithos | Transliteration C: leptolithos | Beta Code: lepto/liqos |
λεπτόλιθον, covered with pebbles, Lyr.Alex.Adesp.20.10.
λεπτόλιθος, -ον (Α)
στρωμένος με λεπτούς λίθους, με ψιλά χαλίκια.