λευκίνη
From LSJ
η
(βιοχ.) αμινοξύ που αποτελεί αναγκαίο συστατικό τών πρωτεϊνών και λαμβάνεται από την υδρόλυση τών περισσότερων από αυτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucine < leuc- (< λευκός) + κατάλ. -ine. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξαυέριο Λάνδερερ].