λευκόδους

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

German (Pape)

[Seite 33] οντος, weißzahnig.

Greek Monolingual

ο, η
αυτός που έχει λευκά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ὀδούς (πρβλ. καρχαρόδους)].