λευκόνοτος

English (LSJ)

ὁ, the south wind which cleared the weather (for the usual νότος brought rain), Arist.Mete.362a14: distinguished from λιβόνοτος, Gal.16.410, 17(1).655.

German (Pape)

[Seite 34] ὁ, der weiße, trockene Notos, Südwind, albus Notus, Arist. Meteor. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόνοτος: ὁ, ὁ νότιος ἄνεμος ὁ καθαρίζων τὸν αἰθέρα, ξηρός, Λατ. albus Notus (διότισυνήθης νότος φέρει βροχήν), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 8.

Greek Monolingual

ο (Α λευκόνοτος)
ξηρός νότιος άνεμος που πνέει κατά την άνοιξη και καθαρίζει την ατμόσφαιρα.