λιβόνοτος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, a wind between south-west and south, Arist.Mu.394b34, Agatharch.2.7, Peripl.M.Rubr.57; cf. λιβοφοῖνιξ.
German (Pape)
[Seite 42] ὁ, ein Wind, zwischen Süd u. Südost, auch λιβοφοίνιξ genannt, Arist. de mundo 4.
Greek Monolingual
ο (AM λιβόνοτος)
άνεμος που πνέει από διεύθυνση ενδιάμεση εκείνης του λίβα και του νότιου ανέμου («ὁ νότος ἀπὸ τῆς μεσημβρίας φερόμενος ἔχει μεσάζοντας αὐτὸν τὸν λιβόνοτον καὶ εὐρόνοτον», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίβας + νότος.