Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ληρολόγος

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

German (Pape)

[Seite 40] ὁ, der Possen redet, Schwätzer, Sp., die auch das Verbum ληρολογέω u. subst. ληρολόγημα u. ληρολογία haben.

Greek Monolingual

-ο (Α ληρολόγος, -ον)
μωρολόγος, αερολόγος, φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι) + -λογος (λέγω)].