ληρολόγος

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

German (Pape)

[Seite 40] ὁ, der Possen redet, Schwätzer, Sp., die auch das Verbum ληρολογέω u. subst. ληρολόγημα u. ληρολογία haben.

Greek Monolingual

-ο (Α ληρολόγος, -ον)
μωρολόγος, αερολόγος, φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι) + -λογος (λέγω)].