ληρομυθουργία

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

ληρομυθουργία, ἡ (Μ)
ανόητη μυθική διήγηση, ανόητος μύθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι) + μυθουργία].