λιθογλυφία
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
ἡ, a cutting in stone, Man.4.130 (dat. pl.); λιθογλυφέεσσι cj. Rigler.
German (Pape)
[Seite 44] ἡ, das Steinschneiden, plur., Man. 4, 130, l. d.
Greek Monolingual
η (AM λιθογλυφία) λιθοφλυφος
1. η γλυπτική σε λίθο
2. η τέχνη της διακόσμησης πολύτιμων λίθων με γλυφή ή με χάραξή τους.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθογλῠφία, ἡ, τὸ γλύφειν ἐπὶ λίθου, Μανέθω:ν 4. 130, ἐν τῷ πληθ. λιθογλυφίαισι· διάφ. γραφ. λιθογλυφέεσσι.