λιθογλυφία

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθογλῠφία Medium diacritics: λιθογλυφία Low diacritics: λιθογλυφία Capitals: ΛΙΘΟΓΛΥΦΙΑ
Transliteration A: lithoglyphía Transliteration B: lithoglyphia Transliteration C: lithoglyfia Beta Code: liqoglufi/a

English (LSJ)

ἡ, a cutting in stone, Man.4.130 (dat. pl.); λιθογλυφέεσσι cj. Rigler.

German (Pape)

[Seite 44] ἡ, das Steinschneiden, plur., Man. 4, 130, l. d.

Greek Monolingual

η (AM λιθογλυφία) λιθοφλυφος
1. η γλυπτική σε λίθο
2. η τέχνη της διακόσμησης πολύτιμων λίθων με γλυφή ή με χάραξή τους.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθογλῠφία, ἡ, τὸ γλύφειν ἐπὶ λίθου, Μανέθω:ν 4. 130, ἐν τῷ πληθ. λιθογλυφίαισι· διάφ. γραφ. λιθογλυφέεσσι.