λιθολογία

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθολογία Medium diacritics: λιθολογία Low diacritics: λιθολογία Capitals: ΛΙΘΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: lithología Transliteration B: lithologia Transliteration C: lithologia Beta Code: liqologi/a

English (LSJ)

ἡ,
A laying of a foundation of unworked stones, ib.97.
2 heap of stones, Aq.Ps.78(79).1.

German (Pape)

[Seite 45] ἡ, das Steinlesen, -sammeln, bei Moeris als hellenistisch für das att. αἱμασιά erkl.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθολογία: ἡ, ἡ διὰ λίθων οἰκοδομή, Piers. εἰς Μοῖρ. 53.

Greek Monolingual

η (Α λιθολογία) λιθολόγος
νεοελλ.
αδόκιμος όρος για την πετρολογία
αρχ.
1. η θεμελίωση με δομικούς λίθους
2. σωρός λίθων.