λιθολογία
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
ἡ,
A laying of a foundation of unworked stones, ib.97.
2 heap of stones, Aq.Ps.78(79).1.
German (Pape)
[Seite 45] ἡ, das Steinlesen, -sammeln, bei Moeris als hellenistisch für das att. αἱμασιά erkl.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθολογία: ἡ, ἡ διὰ λίθων οἰκοδομή, Piers. εἰς Μοῖρ. 53.
Greek Monolingual
η (Α λιθολογία) λιθολόγος
νεοελλ.
αδόκιμος όρος για την πετρολογία
αρχ.
1. η θεμελίωση με δομικούς λίθους
2. σωρός λίθων.