Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αδόκιμος

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδόκιμος, -ον) δόκιμος
μη παραδεδεγμένος, μη εγκεκριμένος, μη καθιερωμένος
νεοελλ.
«αδόκιμη λέξη», αυτή που δεν απαντά σε δόκιμους, σε κλασικούς δηλαδή συγγραφείς
«αδόκιμος συγγραφέας», άσημος, μη κλασικός, αυτός που δεν διαβάζεται
αρχ.
1. (για νομίσματα) κίβδηλος, ψεύτικος
2. άσημος, αφανής
3. (για πρόσωπα) διεφθαρμένος, απόβλητος.