μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
λιμνηδόν (Α)επίρρ. σαν λίμνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν, κωμηδόν)].