λιμνηδόν

From LSJ

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311

Greek Monolingual

λιμνηδόν (Α)
επίρρ. σαν λίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν, κωμηδόν)].