Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
λιμνηδόν (Α)επίρρ. σαν λίμνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν, κωμηδόν)].