στράτευση
From LSJ
Greek Monolingual
η / στράτευσις, -εύσεως, ΝΑ στρατεύω (Ι)]
νεοελλ.
1. υποχρέωση για υπηρεσία στον στρατό
2. κατάταξη του στρατευσίμου στον στρατό
3. στρατιωτική υπηρεσία
4. μτφ. α) εθελοντική ή αναγκαστική ανάληψη αγώνα για την υπεράσπιση ή και την καταπολέμηση μιας ιδεολογίας
β) φανατική προσήλωση σε πολιτική ή άλλη ιδεολογία
5. (νομ.) αναγκαστική ή εθελούσια υπαγωγή στις τάξεις τών ενόπλων δυνάμεων βάσει του περί στρατολογίας νόμου
αρχ.
εκστρατεία.