λογοδοτώ

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

1. κάνω απολογισμό
2. δίνω λόγο για ορισμένες πράξεις μου, απολογούμαι για όσα έχω κάνει («ο πρόεδρος θα λογοδοτήσει κάποτε για τις ατασθαλίες του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Α. Στούπη].