λογοδοτώ

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

1. κάνω απολογισμό
2. δίνω λόγο για ορισμένες πράξεις μου, απολογούμαι για όσα έχω κάνει («ο πρόεδρος θα λογοδοτήσει κάποτε για τις ατασθαλίες του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Α. Στούπη].