απολογούμαι
From LSJ
Greek Monolingual
κ. -γιέμαι κ. απηλογιέμαι (AM ἀπολογοῦμαι) απόλογος
1. διατυπώνω απολογία, υπερασπίζω τον εαυτό μου ως κατηγορούμενο, αποκρούω κατηγορία
μσν.- νεοελλ.
αποκρίνομαι, απαντώ
αρχ.
1. μιλώ προς υπεράσπιση κάποιου, υπερασπίζω κάποιον ή κάτι
2. (το αρσ. της μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀπολογούμενος
ο κατηγορούμενος
3. φρ. «ἀπολογοῦμαι δίκην θανάτου» — υπερασπίζω καταδικασμένο σε θάνατο.