απολογούμαι

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

Greek Monolingual

κ. -γιέμαι κ. απηλογιέμαι (AM ἀπολογοῦμαι) απόλογος
1. διατυπώνω απολογία, υπερασπίζω τον εαυτό μου ως κατηγορούμενο, αποκρούω κατηγορία
μσν.- νεοελλ.
αποκρίνομαι, απαντώ
αρχ.
1. μιλώ προς υπεράσπιση κάποιου, υπερασπίζω κάποιον ή κάτι
2. (το αρσ. της μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀπολογούμενος
ο κατηγορούμενος
3. φρ. «ἀπολογοῦμαι δίκην θανάτου» — υπερασπίζω καταδικασμένο σε θάνατο.