λογχίον
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ᾽ ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
τό, small spearhead, IG22.1541.17: pl., of ornaments composing a necklace, ib.11(2).161 B 23,al.(Delos, iii B. C.); small spears, Sammelb.7247.25, al. (iii/iv A. D.).
Greek Monolingual
λογχίον, τὸ (Α)
1. αιχμή δόρατος
2. στον πληθ. τὰ λογχία
α) κοσμήματα που αποτελούν περιδέραιο
β) μικρά δόρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + υποκορ. κατάλ. -ίον (πρβλ. παιδίον, βιβλίον)].