λουμπάρδα

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek Monolingual

και λομβάρδα, η (Μ λουμπάρδα)
η λομπάρδα, το κανόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. lombarda, πιθ. < ισπ. lombarda].