Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering
inf. prés. Pass. contr. de λούω.
λοῦσθαι: συνηρ. αντί λούεσθαι, Μέσ. απαρ. του λούω.
λοῦσθαι: inf. pass. к λούω.
(see also λούω): have a bath